Το μοιρολόι της Παναγιάς!
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…
Γράφει η Μαρία Νίκου Αγγέλη,
Δρ. Κοινωνικής Λαογραφίας
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα πένθους και μεγάλης νηστείας για τους χριστιανούς.
Ο λαός ζει με κατάνυξη το θείο δράμα. Τη βαθειά επιθυμία του να συμμετάσχει στο Πάθος του Κυρίου φανερώνουν κάποιες απλές, αλλά χαρακτηριστικές πράξεις:
Σε πολλά χωριά της πατρίδας μας τη Μεγάλη Παρασκευή, οι γυναίκες «δεν βάζουν κατσαρόλα», δεν μαγειρεύουν, αλλά τρώνε πρόχειρα. Και σε άλλα, τη μέρα αυτή τρώνε μόνο νερόβραστα φαγητά με ξίδι. Το ξίδι καταναλώνεται γι’ αγάπη του Χριστού, που τον ποτίσανε ξίδι.
Όταν γίνεται η αποκαθήλωση και εκτεθεί σε προσκύνημα η χρυσοΰφαντη παράσταση του νεκρού Ιησού πάνω σε φορητό κουβούκλιο, τότε αρχίζει ο στολισμός του Επιταφίου…
Τα κορίτσια συνήθως αναλαμβάνουν το στολισμό με όλα τα λουλούδια της άνοιξης… Στα χωριά τα λουλούδια κόβονται από τους ανθόκηπους και τις γλάστρες των σπιτιών. Οι νοικοκυρές με πολλή χαρά τα κόβουν για να τα προσφέρουν στον Επιτάφιο. Και τα κάνιστρα γεμίζουν με τριαντάφυλλα, βιολέτες, μενεξέδες, λεμονανθούς, πασχαλιές και κρίνα που πλέκονται σε γιρλάντες και στεφάνια για το στολισμό του Επιταφίου......
Σε ορισμένα μέρη, οι γυναίκες ενώ στολίζουν τον Επιτάφιο, ψάλλουν τομοιρολόγι της Παναγιάς.
Ένα μεγάλο θρησκευτικό τραγούδι, που ιστορεί τη Σταύρωση του Χριστού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας Μητέρας Του.
Σε άλλα μέρη το μοιρολόγι αυτό το τραγουδάνε τα παιδιά το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι και κρατώντας ένα σταυρό στο χέρι. Οι νοικοκυρές τα φιλεύουν κουλούρια, άβαφα αυγά και χρήματα.
Αλλού, το τραγουδούν το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Όταν τελειώσει η ακολουθία των δώδεκα Ευαγγελίων, παραμένουν στην εκκλησία μαυροφορεμένες γυναίκες και κάνουν ολονυκτία κοντά στο Χριστό, θρηνώντας για την Σταύρωσή Του.
Συμπεριφέρονται, όπως συνηθίζουν να συμπεριφέρονται για κάθε αγαπημένο τους νεκρό. Ο πόνος της Παναγίας γίνεται δικός τους πόνος…
Όταν ήμουνα μικρή το μοιρολόγι αυτό το άκουγα που το σιγοτραγουδούσε τη Μ. Παρασκευή η μάνα μου. Και μ’ έπιαναν τα κλάματα. Θυμάμαι τη ρωτούσα να μου εξηγήσει, τι ήταν ο χαλκιάς. Και εκείνη μου απαντούσε:
«Ο γύφτος παιδί μου, που έφκιαξε τα πέντε καρφιά. για να σταυρώσουν το Χριστό!»
Ένοιωθα τότε μεγάλο μίσος για τον χαλκιά… Νόμιζα ότι αυτός ευθυνόταν για τη Σταύρωση του Χριστού! Η μάνα μου, αγράμματη γυναίκα, δε μπορούσε να μου εξηγήσει πολλά πράγματα. Πίστευε με το δικό της απλό τρόπο…Συγκινιόταν και δάκρυζε ως μάνα που ένιωθε το βαρύ πόνο της Μεγάλης μάνας, της Παναγιάς.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Η μάνα μου έφυγε νωρίς. Εγώ μεγάλωσα… Λησμόνησα το μοιρολόγι… Θυμόμουνα μόνο κάποιους στίχους.
Μια καλή μας γειτόνισσα, η θειά Καλλιόπη Νικήτα, χαροκαμένη μάνα και η ίδια, μου σιγοτραγούδησε το μοιρολόγι της Παναγιάς. Το κατέγραψα και το δημοσιεύω:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταρεμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού και απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
- Φτάνουν Κυρά μ’ οι προσευχές φτάνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς σκληρά τον τυραννάνε.
- Χαλκιά, χαλκιά φκιάσε καρφιά φκιάσε τρία πιρούνια,
Και κείνος επαράκουσε τραβά και φκιάνει πέντε!
-Εσύ χαλκιά που τάφκιασες πρέπει να μας διατάξεις.
-Τώρα που με ρωτήσατε κι εγώ θα σας διατάξω:
Βάλτε τα δυο στα χέρια του τα άλλα δυο στους πόδας,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά Του!
Και η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
στάμνες νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχους
και τρία νεροστάλλαμα για να της έρθει ο νους της.
Ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει φωτιά για να καεί για τον Μονογενή της!
-Το ποιος μου κάνει συντροφιά για του ληστού την πόρτα;
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα,
σαν πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μεσ’ του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα και βλέπει τον Αι-Γιάννη.
-Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου ,
μην είδες τον υιόκα και σε διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω χείλη να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χεροπάλαμο για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με ο διδάσκαλός μου.
Και σαν τον επλησίασε γλυκά τον ερωτούσε:
-Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου και στ’ άλλα τα παιδιά σου.
Βάλε κρασί σ’ ένα γυαλί κι αφράτο παξιμάδι
και μένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ.
Όταν σημάνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
τότε κι εσύ μανούλα μου θα’ χεις χαρές μεγάλες!
Όποιος τ’ ακούσει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοκουρμαστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο!
Ας το τραγουδήσουμε και εμείς τη Μεγάλη Παρασκευή συμμετέχοντας στο θρήνο της Παναγιάς για το μονογενή της…
Έτσι, όπως ο λαός μας το διατήρησε μέσα στο χρόνο…
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου