Αντιμέτωπη με την προεκλογική της δέσμευση για αύξηση του κατώτατου μισθού διπλάσια από το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ έρχεται η Κυβέρνηση της ΝΔ.
Η συζήτηση ουσιαστικά άνοιξε όταν ο Αλ. Τσίπρας μίλησε στην Βουλή για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% το 2020 και κατά 7,5% το 2021, έτσι ώστε να επανέλθει στα 751 ευρώ του 2009. Αυτό πρακτικά σημαίνει αύξηση, το 2020, με ρυθμό τριπλάσιο του ΑΕΠ και σχεδόν τετραπλάσιο (3,7 φορές) της εκτίμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% το 2021.
Όλοι θέλουμε να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, εξάλλου η διεθνής συγκυρία, από τη στιγμή που για παράδειγμα το δεκαετές ελληνικό ομόλογο έσπασε και το «φράγμα» του 1%, ευνοεί μια περαιτέρω αύξηση στον κατώτατο μισθό το 2020.Ως γνωστόν η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα έχει και δημοσιονομικό αντίκτυπο καθώς θα «παρασύρει» μια σειρά από επιδόματα, όπως το επίδομα ανεργίας, την παροχή προστασίας μητρότητας και όλα τα εποχικά επιδόματα και άλλα ειδικά βοηθήματα που δίνονται μέσω του ΟΑΕΔ. Από δημοσιονομικής άποψης ο «χώρος» υπάρχει στο κράτος για μια ακόμη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Όμως το ζήτημα είναι αν υπάρχει και στις επιχειρήσεις ο ανάλογος «χώρος» για να ανταπεξέλθουν στην αύξηση του κατώτατου μισθού, μετά την περσινή αύξηση ύφους 11,11% που έγινε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν μιλάμε για επιχειρήσεις δεν μιλάμε για τις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, που ένα σημαντικό μέρος των εργαζομένων τους το αμείβουν με μισθούς μεγαλύτερους του κατώτατου. Μιλάμε φυσικά για την ραχοκοκαλιά της οικονομίας, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις.
Στις επιχειρήσεις που θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερα, η κυβέρνηση θα προβάλλει και το όφελος από τη μείωση φόρου. Όμως εδώ τίθεται ένα ερώτημα, πριν καλά – καλά οι επιχειρήσεις απολαύσουν την όποια μείωση της φορολογίας θα κληθούν να δουν αυτό το όφελος να μειώνεται από την αύξηση του μισθολογικού κόστους; Η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού καλό θα ήταν να γίνει με σύνεση και με όρους οικονομικούς και όχι πολιτικούς.
Δυστυχώς στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα εν γένει θεωρεί ότι η ανάπτυξη διατάσσεται. Έτσι τείνουν να μας πείσουν αντιστρέφοντας τη λογική ότι η αύξηση των μισθών (και των συντάξεων) θα φέρει ανάπτυξη διότι αυτά τα χρήματα θα… πέσουν στην αγορά. Αποσιωπούν το ότι προηγουμένως τα ίδια ακριβώς χρήματα πρέπει να αφαιρεθούν από την αγορά, για να κατευθυνθούν σε αυξήσεις.
Ο νόμος της φύσης και της οικονομίας είναι ότι οι μισθοί ανεβαίνουν ανάλογα με τη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ο μοναδικός νόμος που τους επηρεάζει είναι αυτός της προσφοράς και της ζήτησης. Στις χώρες, όπου οι μισθοί είναι μεγάλη αυτό δεν έγινε με νόμους, αλλά με συνολική βελτίωση της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητάς της. Ο καθορισμός ενός ποσού ως νόμιμη κατώτατη μηνιαία αμοιβή το μόνο που κάνει είναι να πριμοδοτεί την μαύρη οικονομία εις βάρος της επίσημης.
Και ας πάρουμε παραδείγματα από το τι συμβαίνει στον αναπτυγμένο κόσμο. Στην Ελβετία για παράδειγμα με δημοψήφισμα το 2014 απορρίφθηκε η πρόταση (για καθορισμό κατώτατου μισθού στα 4.000 φράγκα (3.520 ευρώ περίπου), ενώ το 2016, απορρίφθηκε και η πρόταση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα2.500 φράγκα (περίπου 2.200 ευρώ). Μάλιστα κατά του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ήταν και τα ελβετικά εργατικά συνδικάτα! Για τον απλούστατο λόγο ότι έχουν καταλάβει τη σημασία του «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Για να ζουν με μισθούς… Ελβετίας οι Ελβετοί κατάλαβαν ότι το κρίσιμο είναι η οικονομία να αναπτύσσεται και η ανάπτυξη αυτή να οφείλεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Γιατί, αυτή είναι που πληρώνει τους μισθούς… Ελβετίας! Και αν έχεις μισθούς… Ελβετίας φυσικά δεν θα ασχοληθείς με τον κατώτατο μισθό.
Δημήτρης Παπαδάκης Εφημερίδα Συνείδηση
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου