«Το φως του Χριστού να εγκατασταθεί στο κέντρο της υπάρξεώς μας και να λαμπρύνει ολόκληρη την ζωή μας», αναφέρει στο κυριακάτικο μήνυμα ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Δαμασκηνός.
Αναλυτικά:
Σήμερα όμως, ο απόστολος Παύλος έρχεται να μας θυμίσει πως η πρώτη σπορά του λόγου του Θεού που ο ίδιος ανέλαβε, συνοδεύτηκε από διαρκείς διώξεις και απειλές, σωματικές κακουχίες, οι οποίες τον έφτασαν ένα βήμα πριν τον θάνατο, διαρκή αδιέξοδα, τα οποία, συχνά, έμοιαζαν αξεπέραστα. Όλα αυτά, όμως, δεν στάθηκαν ικανά να τον οδηγήσουν στην απελπισία, αλλά, αύξησαν τον πνευματικό του ζήλο, ενίσχυσαν τις σωματικές του δυνάμεις και ενδυνάμωσαν την ελπίδα του.
Ποιά είναι όμως εκείνη η πηγή της ανεξάντλητης υπομονής, της υπεράνθρωπης αντοχής και της ακατάβλητης ελπίδος; Την απάντηση μας την δίνει ο πρώτος κιόλας στίχος του σημερινού αποστολικού αναγνώσματος:
«Ο ίδιος ο Θεός, που με τον λόγο Του γέμισε το πρώτο σκοτάδι του σύμπαντος με υπέρλαμπρο φως, φώτισε και την καρδιά εκείνων που τον πίστεψαν και τον αγάπησαν, οδηγώντας τους στην θέα της δόξας του προσώπου του Ιησού Χριστού».
Ποιά είναι λοιπόν η πηγή της δυνάμεως εκείνων που θα θελήσουν να αναλάβουν τον πνευματικό αγώνα και να δώσουν μαρτυρία πίστεως στον κόσμο; Δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον Χριστό. Όχι μόνο τα λόγια Του, όχι μόνον οι εντολές Του, αλλά η ίδια η παρουσία Του μέσα στην ανθρώπινη καρδιά.
Βεβαίως, ο απόστολος Παύλος υπήρξε όντως άνθρωπος φωτός, ένα υπέρλαμπρο άστρο της Εκκλησίας που λάμπει μέχρι τις ημέρες μας και θα λάμπει εις τους αιώνες των αιώνων. Ο ίδιος, όμως, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος υπερηφάνειας και καυχήσεως. Αντίθετα, σε πολλά σημεία των επιστολών, εκφράζει την δοξολογία προς τον Κύριό μας, ο Οποίος έκανε την τιμή σε αυτόν, τον φανατικό Εβραίο και άτεγκτο διώκτη των πρώτων Χριστιανών, να του αποκαλύψει το έλεος και την αγάπη Του και να του αναθέσει την διάδοση του λόγου Του στην οικουμένη.
Γιατί όμως ο Παύλος αποφασίζει, σε αυτό το σημείο της δεύτερης επιστολής του προς τους Κορινθίους, να μιλήσει για τον εαυτό του; Γιατί, άραγε, αποκαλύπτει το φως που έλαμπε διαρκώς μέσα του αλλά και την δύναμη του Θεού που διαρκώς τον ακολουθούσε; Είναι διότι οι πρώτοι Χριστιανοί της Κορίνθου κλονίζονταν από το μένος και την αμφισβήτηση εκ μέρους ορισμένων πιστών, οι οποίοι θεωρούσαν τον Παύλο κατώτερο των άλλων αποστόλων και το αποστολικό του αξίωμα υποδεέστερο από εκείνο των δώδεκα μαθητών του Χριστού.
Αλλά και πάλι, ο απόστολος Παύλος είναι ειλικρινής και δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Από την μία, εξυψώνει τον αναστημένο Χριστό και υμνεί την ζωοποιό Του δύναμη. Από την άλλη, όμως, θυμίζει προς τα μέλη της πρώτης Εκκλησίας, αλλά και προς όλους μας, πως η ύπαρξή μας είναι εύθραυστη σαν ένα πήλινο σκεύος και πως οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν είναι ικανές από μόνες τους να στηρίξουν τους πιστούς και ιδιαίτερα τους εργάτες του Ευαγγελίου. Σήμερα μαθαίνουμε πως, όπως ο Παύλος, έτσι κι εμείς, δεν θα σταματήσουμε ποτέ να δεχόμαστε πειρασμούς από παντού· πειρασμούς εξωτερικούς, προερχόμενους από τις δυνάμεις του κόσμου τούτου αλλά και εσωτερικούς, προερχόμενους από τα δικά μας πάθη που απειλούν να οδηγήσουν την ψυχή μας στην απόγνωση και τον θάνατο. Στον αγώνα μας αυτό, ακόμη και το ίδιο το σώμα μας, συχνά, μας προδίδει. Οι σωματικές δυνάμεις εξαντλούνται, ενώ η φθορά, η ασθένεια και ο θάνατος, πολλές φορές, μοιάζουν ανυπέρβλητα.
Ας ακούσουμε όμως και πάλι, με πόσο υπέροχο τρόπο έρχεται ο απόστολος Παύλος να μας παρηγορήσει: «Όλοι εμείς», γράφει, «που, με την ζωή και τον λόγο μας, αποφασίσαμε να γίνουμε απόστολοι του Χριστού, καθημερινά υποφέρουμε. Γνωρίζουμε όμως πως, με τις ταλαιπωρίες μας, συμμετέχουμε στα πάθη και τον θάνατο του Κυρίου μας. Δεν απελπιζόμαστε λοιπόν αλλά,, θεριεύει η ελπίδα πως, αφού συμμετέχουμε στον δικό Του θάνατο, άρα θα γευτούμε και τη δική Του Ανάσταση».
Αποτελούμε, πράγματι, «οστράκινα σκεύη», όπως χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ο απόστολος Παύλος. Ο καθένας, μέσα από την δική του ζωή, γνωρίζει πως οι δυσκολίες και ο πόνος φαίνονται συχνά ανίκητα. Το ίδιο ανίκητοι μοιάζουν και οι πειρασμοί που καθημερινά μας πολιορκούν. Η πτώσεις μας δεν είναι σπάνιες. Οι πληγές του σώματος αλλά και της ψυχής μας πολλές φορές αιμορραγούν και η ελπίδα συχνά τρεμοσβήνει. Ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν περιορίσει την ζωή τους στα θέλγητρα και τις ηδονές αυτού του κόσμου, γι’ αυτό και η απειλή του θανάτου τους συγκλονίζει και κάθε προσδοκία ή σχεδιασμός τους οδηγείται από την μία στιγμή στην άλλη, στην ματαιότητα και την ακύρωση.
Για εμάς όμως, που, ως μέλη της Εκκλησίας, τρεφόμαστε σε κάθε Θεία Λειτουργία από το ζωοποιό Σώμα και Αίμα του Χριστού μας, η απειλή του θανάτου γίνεται αιτία να προσφύγουμε με ακόμη μεγαλύτερη πίστη και ελπίδα προς τον Κύριο της ζωής. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει ο Θεός να βρει θέση για να κατοικήσει στην καρδιά μας. Το φως του πρέπει να εγκατασταθεί στο κέντρο της υπάρξεώς μας και να λαμπρύνει ολόκληρη την ζωή μας. Όσο ενισχύουμε τους δεσμούς μας με το πρόσωπο του Χριστού, τόσο Εκείνος μας ελευθερώνει από τον φόβο και την αγωνία του θανάτου και μας δίνει την δύναμη να μετέχουμε διαρκώς στην ελπίδα της Αναστάσεώς Του.
Ο θησαυρός που αναφέρει ο Παύλος στην σημερινή του επιστολή, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Όταν Του προσφέρουμε τον εαυτό μας, ώστε να τον καταστήσει κατοικητήριό Του, όλες οι χαρές του κόσμου φαίνονται ασήμαντες, όπως ασήμαντες τις θεώρησαν και όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι, προκειμένου να μην στερηθούν το φως του προσώπου Του, απαρνήθηκαν τον κόσμο και, πολλοί από αυτούς, οδηγήθηκαν στο μαρτύριο.
Η δική τους πίστη ας γίνει ο δρόμος μας και η δική τους χάρη ας γίνει ο θησαυρός που θα πλουτίσει την ζωή μας σε τούτη την γη και θα μας συνοδεύσει προς την αιωνιότητα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου