Τις μέρες των Χριστουγέννων στον Ορεινό Βάλτο και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι παππούδες μας κάναν τα σγαρόνια, σε εποχές όχι μακρινές μέχρι και το 1950 που το παπούτσι ήταν στην περιοχή μας πολυτέλεια.
Η σφαγή του χριστουγεννιάτικου χοίρου ήταν ευκαιρία να ποδεθούν κυρίως τα παιδιά. Τα γουρνοτσάρουχα γίνονται από γουρνοτόμαρο (γουρνοπέτσι) που κοβόταν σε φασκιές. Πιο γερά ήταν αυτά που γίνονταν από αργασμένα χοντρά γουρνοτόμαρα.
Η ιστορία του γουρνοτσάρουχου:
Τα Χριστούγεννα γινότανε η περίφημα «γουρ’νοχαρά», το σφάξιμο, δηλαδή του γουρουνιού. Μέσα σε μια χαρούμενη και γιορτινή ατμόσφαιρα, στην οποία συμμετείχαν, εκτός από την οικογένεια, γείτονες, συγγενήδες και φίλοι σφαζότανε το γουρούνι, το γδέρνανε, το κόβανε σε κομμάτια, το βράζανε, παίρνανε το γουρνάλειμμα, γεμίζανε μ’ αυτό τις λαΐνες και βάζανε μέσα τα κομμάτια του βρασμένου χοιρινού μαζί και τα φρεσκοφτιαγμένα λουκάνικα.
Από το κεφάλι, τα πόδια και την ουρά έφτιαχναν πατσά. Ακόμα και τα μαλακά μέρη του τομαριού, τα τσιουλιακά (όπως τα λέγανε) , τα κόβανε κομματάκια (σκόρτσα) , και τα έριχναν στη λαΐίνα μαζί με το σύγκριατο και τις τσιγαρίδες.
Και τα παιδιά παίρνανε τη «φούσκα» του γουρουνιού, τη φουσκώνανε αέρα με το στόμα, τη δένανε και την είχανε (όσο άντεχε) για τόπι. Χαμένο δεν πήγαινε τίποτα. Το μέρος της ράχης του τομαριού, που ήταν σκληρό και γερό, το κρατάγανε για να φτιάξουνε τσαρούχια.
Το αλατίζανε για να μη σαπίσει και βρομίσει, το ξύνανε για να γίνει λεπτό και κατεργάσιμο, το ξεραίνανε στον ήλιο καμιά 20αριά μέρες και μετά φτιάχνανε τα γουρνοτσάρουχά τους, που επειδή είχανε την τρίχα απ’ έξω, είχανε το πλεονέκτημα να μη γεμίζουν λάσπες.
Αντί για κάλτσες έβαζαν τα πλεκτά, χοντρά τσουράπια ή τα φοράγανε κι έτσι, σκέτα. Η αντοχή των γουρνοτσάρουχων , φυσικά, δεν ήταν μεγάλη. Τρίβονταν και ξεραίνονταν. Για να τα μαλακώσουν, τους έβαζαν γουρνάλειμμα απ’ αυτό που είχανε στις λαΐνες.
Άμα η ανάγκη ήτανε μεγάλη και δεν υπήρχε τομάρι γουρουνιού για να φτιάξουνε γουρνοτσάρουχα βρίσκανε άλλη λύση οι παλαιοί: Όταν ψόφαγαν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια και σούρνοντας πήγαιναν και τα πέταγαν μακριά απ’ το χωριό στα ρέματα και τις κωλοσάρες, έτρεχαν πολλοί χωριανοί και όποιος προλάβαινε τα έγδερνε και έφτιαχνε με το δέρμα τους τσαρούχια με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνανε τα γουρνοτσάρουχα.
Αργότερα, όταν κυκλοφόρησαν τα αυτοκίνητα και βρίσκανε λάστιχα πεταμένα, τα μαζεύανε και φτιάχνανε τσαρούχια λαστιχένια, σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας και της…μιζέριας. (Ιστορίες ζωής που καλό είναι να τις μαθαίνουνε οι σημερινοί Έλληνες, που με την πρώτη δυσκολία κιοτεύουν και παραπονιούνται.)
Όσο ήτανε στεγνό το γουρνοτσάρουχο κάτι πήγαινε κι ερχότανε. Αλλά, αν ίδρωνε το πόδι, όπως για παράδειγμα του ζευγολάτη όταν όργωνε, τότε το γουρνοτσάρουχο γλίστραγε, έφευγε απ’ τη θέση του και το πόδι πάταγε στο χώμα. Το βράδυ πάλι αν τα ξεχνούσαν έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού, στην αυλή, το πρωί που ξημέρωνε είναι ζήτημα αν τα έβρισκαν, γιατί τα άρπαζαν τα σκυλιά που γύριζαν όλη τη νύχτα στο χωριό. Πολλές φορές, ακόμα και στο δρόμο, ένα πεινασμένο σκυλί όρμαγε στο διαβάτη για να του φάει τα γουρνοτσάρουχα που φόραγε.
Αυτά και άλλα γίνονταν τότε, που ακόμα και τα παπούτσια ήτανε πολυτέλεια και το γουρνοτσάρουχο που φόραγες στο πόδι σου, όταν περπάταγε δίπλα στο αρχοντικό τσαρούχι, το μαλακό και το στολισμένο, ή πλάι στη «βακέτα» του μπρούκλη, σήμαινε ότι σε τούτη τη ζωή δεν είναι όλοι ίσοι και ότι ο αγώνας που έπρεπε να γίνει ήτανε και για να φύγει κάποτε το γουρνοτσάρουχο απ’ το πόδι του φτωχού και να φορέσουν ΟΛΟΙ καλά ποδέματα.
φωτογραφίες Alexandros Zhkas
Με πληροφορίες από krokeai.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου